βουκολικῶν

βουκολικῶν
βουκολικός
rustic
fem gen pl
βουκολικός
rustic
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βουκολιασμός — και βουκολισμός, ο (Α) [βουκολιάζω, ομαι] το τραγούδισμα βουκολικών ασμάτων …   Dictionary of Greek

  • Αρτεμίδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Βακτριανής (μεταξύ 3ου και 1ου αι. π.Χ.). Βρέθηκαν νομίσματά του που φέρουν ελληνικές και ινδικές επιγραφές. 2. Γεωγράφος από την Έφεσο (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Ταξίδεψε σε όλη τη Μεσόγειο, σε… …   Dictionary of Greek

  • Βιλαμόβιτς Μέλεντορφ, Ούλριχ φον- — (Ulrich von Wilamowitz Möllendorf, Μάρκοβιτς, Ποζνανία 1848 – Σαρλότενμπουργκ, Βερολίνο 1931).Γερμανός φιλόλογος. Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Γκρέφσβαλντ (1876), του Γκέτινγκεν (1883) και του Βερολίνου (1897), υπήρξε ένας από τους μεγάλους… …   Dictionary of Greek

  • βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”